- κακόχυλος
- κακόχῡλος, ον,A with bad juice or flavour,
μῆλα Diph.Siph.
ap. Ath.2.54a: [comp] Comp., ib.68f, 3.80c, Diocl. Fr.138; of meat, Sor.1.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μῆλα Diph.Siph.
ap. Ath.2.54a: [comp] Comp., ib.68f, 3.80c, Diocl. Fr.138; of meat, Sor.1.94.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] … Dictionary of Greek